-
1 ακατος
-
2 άκατος
η катер -
3 τορπιλ(λ)άκατος
η торпедный катер -
4 τορπιλ(λ)άκατος
η торпедный катер -
5 ακατα
-
6 εναλιος
эп.-дор. εἰνάλιος 3 и 21) морской(κορῶναι Hom.; ἄκατος Pind.; πόροι Aesch.; θεός Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.)
εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. — труды рыбаков;ἐ. λεώς Soph. — мореплаватели, моряки;πόντου ἐναλία φύσις Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων γένος Plut. = ἰχθύες2) приморский(χθών Eur.; δίαιται Plut.)
-
7 Ληθαιος
I3плывущий по Лете(ἄκατος Anth.)
IIὅ Летей1) приток Меандра Anacr.2) река на южн. побережье Крита Plut.
См. также в других словарях:
ἄκατος — light vessel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… … Dictionary of Greek
άκατος — η μεγάλη βάρκα εμπορικού ή πολεμικού πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορπιλ(λ)άκατος — η, Ν (στρ. ναυτ.) μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού διαμετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + άκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] … Dictionary of Greek
ἀκάτω — ἄκατος light vessel masc/fem nom/voc/acc dual ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοιο — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοις — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοισι — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοισιν — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτου — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτους — ἄκατος light vessel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)